σκέλεθρο

σκέλεθρο
το, Ν
1. σκελετός
2. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος ή κάτι πολύ φθαρμένο και αποσκελετωμένο (α. «στέλνει ο άγγελος τού ολέθρου / πείνα και θανατικό, / που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο», Σολωμ.
8. «...εδώ φαντάσματα / και σκέλεθρα παρέκει...», Μαλακ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκελεφρός «ξερός»
Η λ., στον λόγιο τ. σκέλεθρον, μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Χ. Ζαλοκώστα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • σκέλεθρο — το 1. σκελετός. 2. άνθρωπος πολύ αδύνατος: Έχει γίνει σκέλεθρο από την αρρώστια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκελετωμένος — και σκελεθρωμένος, η, ο, Ν σκελετώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκελετός, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. *σκελετώνω. Ο τ. σκελεθρωμένος < σκέλεθρο. Η λ., στον λόγιο τ. ἐσκελετωμένος, μαρτυρείται από το 1873 στον Κ. Ν. Δόσιο] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”