- σκέλεθρο
- το, Ν1. σκελετός2. μτφ. άνθρωπος πολύ αδύνατος ή κάτι πολύ φθαρμένο και αποσκελετωμένο (α. «στέλνει ο άγγελος τού ολέθρου / πείνα και θανατικό, / που με σχήμα ενός σκελέθρου περπατούν αντάμα οι δυο», Σολωμ.8. «...εδώ φαντάσματα / και σκέλεθρα παρέκει...», Μαλακ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. σκελεφρός «ξερός»Η λ., στον λόγιο τ. σκέλεθρον, μαρτυρείται από το 1851 στον Γ. Χ. Ζαλοκώστα].
Dictionary of Greek. 2013.